Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Το αλβανικό επιχειρηματικό όνειρο των Ελλήνων



«Με το άνοιγμα των συνόρων μετακινήθηκε ο μεγαλύτερος πληθυσμός του αλβανικού Νότου στην Ελλάδα και δόθηκε η ευκαιρία στον κόσμο να δει και να μεταφέρει ιδέες σε μια παρθένα αγορά που ζητούσε προϊόντα», λέει ο Κώτσιας, όταν τον συναντάμε στο γραφείο του, στον τελευταίο όροφο του γυάλινου κτιρίου της εταιρείας Veko. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ομογενειακό χωριό Βοδίνο. Μαθήτευσε σε τεχνική σχολή ξυλογλυπτικής στο Αργυρόκαστρο και αργότερα αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή των Τιράνων. Για ένα διάστημα εργάστηκε στη συντήρηση αρχαίων μνημείων. Ειδικότητά του ήταν να αναδεικνύει τα ξυλόγλυπτα τέμπλα στις εκκλησίες. Τότε ήταν κρατικός υπάλληλος. Δεν υπήρχε ακόμα στη χώρα ιδιωτική πρωτοβουλία. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1990 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. «Με το που άνοιξαν οι πόρτες έπρεπε να φύγεις. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη», λέει ο επιχειρηματίας.

Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί ομογενείς. Μετακόμισαν στα Ιωάννινα που απέχουν μόλις 45 λεπτά δρόμο. Εργάστηκαν σε ελληνικές εταιρείες και μυήθηκαν στο ιδιωτικό εμπόριο. Οι πρώτες επιχειρηματικές τους απόπειρες στη γενέτειρά τους έγιναν εισάγοντας από τα σύνορα πακέτα με τσίχλες και τσιγάρα. Σταδιακά άνοιξαν τον κύκλο εργασιών τους και νέοι νόμοι στην Αλβανία προσείλκυσαν τα επενδυτικά σχέδιά τους.
Ιδιωτικοποιήσεις εταιρειών

«Η κυβέρνηση έδινε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που δούλευαν σε κρατικά εργοστάσια και βιοτεχνίες να αγοράσουν πρώτοι μετοχές εταιρειών που ιδιωτικοποιούνται. Ετσι ξεκινήσαμε και εμείς τα πρώτα μας βήματα», λέει ο Κώτσιας. Ο πατέρας του εργαζόταν στο ξυλουργείο του τοπικού συνεταιρισμού, το οποίο αγόρασαν οι δύο γιοι του το 1993. Ξεκίνησαν εκεί τις πρώτες εισαγωγές από τη Σουηδία και όταν είδαν ότι δεν τους χωρούν άλλο οι εγκαταστάσεις, επεκτάθηκαν σε άλλη τοποθεσία. Σήμερα απασχολούν περισσότερους από 100 εργαζόμενους και λειτουργούν από το 2003 δικό τους εμπορικό κέντρο ξυλείας στα Τίρανα, σε μια έκταση 14 στρεμμάτων. Αυτή την περίοδο ξεκινούν συνεργασία και με την Κύπρο.


«Στην Ελλάδα που ήδη είχε φτάσει σε ένα επίπεδο, ήταν πιο δύσκολο να ξεκινήσεις από το μηδέν παρά εδώ», λέει ο Σταύρος Κώτσιας.

Περισσότερες από 100 εταιρείες ελληνικών και ομογενειακών συμφερόντων δραστηριοποιούνται σήμερα στην αλβανική αγορά, από τον τραπεζικό τομέα μέχρι τον κλάδο του εμπορίου τροφίμων. Το ελάχιστο κεφάλαιο σύστασης ανώνυμης εταιρείας στην Αλβανία είναι δύο εκατομμύρια λεκ, δηλαδή περίπου 15.000 ευρώ, ενώ με κρατική επιχορήγηση φτάνει περίπου τα 80.000 ευρώ. Στην Ελλάδα το κατώτατο όριο μετοχικού κεφαλαίου μιας Α.Ε. είναι 24.000 ευρώ. Ολες οι επιχειρήσεις στη γειτονική χώρα με ετήσιο κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 16.500 ευρώ υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος 10%, ενώ ο ΦΠΑ είναι 20%. Ο βασικός μηνιαίος μισθός δεν ξεπέρασε πέρσι τα 155 ευρώ και το 2012 το μέσο μηνιάτικο ήταν 370 ευρώ.

«Οι Ελληνες ομογενείς παίζουν σημαντικό ρόλο επιχειρηματικά σε όλη την Αλβανία», λέει ο Κώτσιας που χρησιμοποίησε Ελληνα εργολάβο και εργάτες από τον νομό Ιωαννίνων για να χτίσει τους αποθηκευτικούς του χώρους στη Δρόπολη. Η επιχείρησή του γειτνιάζει με δύο μεγάλες εταιρείες εμπορίου τροφίμων που καταλαμβάνουν μεγάλο μερίδιο της αλβανικής αγοράς, την AGNA και την ELKA. Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα βρίσκονται δύο εργοστάσια παρασκευής χυμών, αναψυκτικών και εμφιάλωσης νερού και μία γαλακτοβιομηχανία. Ολες είναι εταιρείες ομογενειακών συμφερόντων και στα γραφεία οι υπάλληλοι μιλούν ελληνικά. Ολες βρίσκονται τόσο κοντά στα σύνορα που στο κινητό τηλέφωνο πιάνεις ελληνικό σήμα.
Το επενδυτικό περιβάλλον
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ενωσης Ξένων Επενδυτών στην Αλβανία, η γειτονική χώρα ήταν η μόνη στη νοτιοανατολική Ευρώπη που συνέχισε σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2009 κατά την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και το 2010 και το 2011, εμφανίζοντας τα πρώτα προβλήματα το 2012.

Η πιο πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τις χώρες που διευκολύνουν τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα τοποθετεί την Αλβανία στην 85η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, τρεις θέσεις κάτω από το 2012, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην 78η. Σύμφωνα με την έκθεση, στην Αλβανία προστατεύονται οι επενδυτές, είναι σχετικά εύκολο να δημιουργήσει κάποιος μια επιχείρηση, αλλά παραμένει δύσκολο να τη συνδέσει με ηλεκτρικό ρεύμα ή να ξεδιαλύνει τη γραφειοκρατία στην έκδοση πολεοδομικών αδειών.

«Η κυβέρνηση, όπως κάθε κυβέρνηση κάθε χώρας προσπαθεί με διάφορους τρόπους να στηρίξει. Υπάρχουν και κάποια προγράμματα από το κράτος που μπορεί να ενταχθεί μια επιχείρηση για να αυξήσει το προσωπικό της», λέει ο Γιάννης Λώλης που διατηρεί εταιρεία επίπλων με τον πατέρα και τον θείο του. Και αυτός όπως πολλοί ακόμη επιχειρηματίες έχει το βλέμμα του στραμμένο στις πολιτικές εξελίξεις και στην υποψηφιότητα της Αλβανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
«Αν η Ευρώπη θέλει να μας εντάξει για να μας αναπτύξει, καλώς. Αν θέλει να βρει φτηνό εργατικό δυναμικό, τότε κακώς. Αυτοί είναι μπροστά και πρέπει να μας τραβήξουν», λέει.
Νέες και παλιές δυσκολίες στην αλβανική αγορά
Γεωπόνος στο επάγγελμα, ο Γιώργος Λώλης δούλεψε στον αγροτικό συνεταιρισμό της Δρόπολης επί Ενβέρ Χότζα. Μετά την πτώση του καθεστώτος όμως τα χωράφια ερήμωσαν. Η μετανάστευση στέρησε τα εργατικά χέρια από τη γη, τα στραγγιστικά κανάλια χάλασαν και τα αγροτικά μηχανήματα κατέρρευσαν. Τότε, μαζί με τον αδερφό του Σταύρο, ο Γιώργος Λώλης δημιούργησε μια εταιρεία επίπλων σε παλιούς στρατώνες. Είχε να αντιμετωπίσει διαρκείς διακοπές στην ηλεκτροδότηση που προκαλούσαν βλάβες στα μηχανήματα. Το ρεύμα στην περίοδο διακυβέρνησης του Χότζα ήταν υπολογισμένο ώστε να λειτουργεί μια λάμπα και ένα ψυγείο σε κάθε σπίτι.

«Συνεργεία δεν υπήρχαν, οπότε καταλαβαίνετε τι δυσκολίες είχαμε», λέει. Eφερνε από την Ελλάδα τεχνικούς για να τον βοηθήσουν και σήμερα φτιάχνει στην επιχείρησή του όλη την γκάμα του επίπλου, κουζίνες, κρεβατοκάμαρες και παιδικά δωμάτια. «Ο Γιώργος όλα τα στραβόξυλα τα έκανε ευθεία», λένε γι’ αυτόν οι ομογενείς στο χωριό Γεωργουτσάτες. Η παραγωγή του απευθύνεται κυρίως στην αλβανική αγορά. Πουλάει όμως σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πρέβεζα. Τα υλικά τα προμηθεύεται κυρίως από την Ελλάδα.

Πριν από λίγα χρόνια εντάχθηκε στην επιχείρηση και ο γιος του, Γιάννης, αφού ολοκλήρωσε σπουδές Οικονομικών στην Αθήνα. Δεν προσπάθησε να βρει δουλειά στην Ελλάδα. «Μέλημά μου ήταν να επιστρέψω στο χωριό μου και στα μέρη που μεγάλωσα», λέει. «Το προσωπικό είναι δυσεύρετο στα μέρη μας. Είναι ανειδίκευτοι οι πιο πολλοί. Οι περισσότεροι έφυγαν στην Ιταλία, την Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν υπήρχαν προοπτικές για να αφομοιώσει ο χώρος τον πληθυσμό. Η επιχείρηση επιβιώνει με κόπο. Αλλά με μεράκι το παλεύουμε και κατασκευάζουμε τα έπιπλα», προσθέτει.

Πέρσι στην Αλβανία οι εργαζόμενοι στη μεταποιητική βιομηχανία υπολογίζονταν σε 50.000 και στο εμπόριο 83.000. Βασική χώρα εξαγωγής, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του 2012, ήταν η Ιταλία με 51%. Η Ελλάδα βρισκόταν στην τέταρτη θέση, απορροφώντας μόλις το 4,44% των εξαγωγών.

Η κρίση στη χώρα μας πάντως έχει αφήσει τα σημάδια της και στην Αλβανία. Οσες επιχειρήσεις δεν απογαλακτίστηκαν εγκαίρως από την Ελλάδα και απλώθηκαν στην αλβανική αλλά κυρίως στην ευρωπαϊκή αγορά συνεχίζουν χωρίς ιδιαίτερες απώλειες την πορεία τους. Οι ομογενειακές βιοτεχνίες ενδυμάτων όμως περνούν –όπως και παλιότερα στην Ελλάδα– δύσκολες ημέρες. Ελληνες επιχειρηματίες του κλάδου των ενδυμάτων στην Αλβανία με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» δεν θέλησαν να μιλήσουν, λέγοντας ότι οι δουλειές τους δεν πάνε καλά.

Παρά τις δυσκολίες ο Παναγιώτης Μάντης, ιδιοκτήτης μικρής εταιρείας παραγωγής πέτρας έξω από το χωριό Γεωργουτσάτες, συνεχίζει να απευθύνεται στην ελληνική αγορά. Και αυτός βρέθηκε στην Ελλάδα το ’90, εργάστηκε ως μηχανικός σε Ελευσίνα και Μάνδρα Αττικής και πλέον κατοικεί μόνιμα στα Ιωάννινα. Επέλεξε την άλλη πλευρά των συνόρων για να στήσει την επιχείρησή του γιατί ήθελε να βρίσκεται κοντά στην παραγωγή και στον τόπο του.
«Πρώτα είμαστε Ελληνες πατριώτες και Βορειοηπειρώτες και μετά επιχειρηματίες», λέει.

Στην Αλβανία όμως το τελευταίο διάστημα ο κατασκευαστικός τομέας περνάει κρίση. Η ανοικοδόμηση που γνώρισαν τα Τίρανα, το Δυρράχιο και το Φιέρι δεν ακολουθεί τους εντατικούς ρυθμούς παλιότερων ετών. Ο Μάντης εξηγεί ότι παρά την κρίση που πλήττει σήμερα και την αλβανική αγορά, κυριαρχεί το ρητό: «Εκαμες τη δουλειά, ρίξ’ τον παρά». «Δουλεύουν με χρήμα στο χέρι, όχι με επιταγές. Αυτό έχει κρατήσει την οικονομία κάπως», λέει. Απασχολεί μια δεκάδα εργατών που με τα γυμνά τους χέρια σμιλεύουν βαριά κομμάτια πέτρας. Με αυτές έχουν στυλωθεί πολλά σπίτια στα Ζαγοροχώρια. Οι κοινοτικές επιδοτήσεις που έλαβαν οι Ελληνες τα προηγούμενα χρόνια για κατασκευή παραδοσιακών ξενώνων ευνόησαν και τις δικές του δουλειές.
Πότε 10, πότε 12 εργάτες πελεκούν τις πέτρες στην επιχείρηση του Μάντη, στη ράχη της εθνικής οδού που ενώνει το Αργυρόκαστρο με τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ανάμεσά τους βρίσκονται πάντα και δύο παλιότεροι εργάτες, που γνωρίζουν καλά την τέχνη. «Κρατάς δυο - τρεις εργάτες που ήταν σε αυτή την παράδοση και οι άλλοι θέλουν δεν θέλουν θα χορέψουν, θα μάθουν», λέει ο Μάντης.

Τα τελευταία τρία χρόνια έχει στραφεί στην ελληνική αγορά και ο Σταύρος Κώτσιας. Τότε αποφάσισε να παραγάγουν και πέλετ στην εταιρεία του, ένα προϊόν που απευθύνεται στο εξωτερικό και όχι στην αλβανική αγορά. Λέει ότι η κρίση στην Ελλάδα έχει επηρεάσει τη ζήτηση, αλλά ακόμα δεν είναι σε θέση να κάνει συγκεκριμένες εκτιμήσεις. Παράλληλα σχεδιάζουν με τον αδερφό του να ακολουθήσουν αντίστροφη πορεία και να επεκταθούν τον επόμενο χρόνο στην Ηπειρο. Θέλουν να φτιάξουν και εδώ μια μονάδα εισαγωγής σουηδικής ξυλείας. «Αρχικά ήταν πολύ δύσκολο να κάνουμε ένα τέτοιο βήμα», λέει. «Τώρα ήρθε η ώρα που πιστεύουμε ότι μπορούμε».

Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου