Αρχές του 1944 η τότε κατοχική αλβανική κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία να προτείνει στην ελληνική πλευρά την ένωση των δύο κρατών. Οι Αλβανοί απευθύνθηκαν στον συνταγματάρχη Χρυσοχόου με την προοπτική αυτός να προωθήσει το αίτημά τους.
Ο Χρυσοχόου περιγράφει τις συζητήσεις που έγιναν στο έργο "Η ελληνοαλβανική συνεννόησις του 1944 δια την ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα" (στο διαδίκτυο υπάρχειεδώ), απ'όπου αντλήσαμε και τις σχετικές πληροφορίες.
Η επαφή μεταξύ Αλβανών και Χρυσοχόου έγινε με την μεσολάβηση ενός βορειοηπειρώτη δημοσιογράφου. Στις αρχές Φεβρουαρίου συναντήθηκε ο Χρυσοχόου με τον επίσημο εκπρόσωπο της αλβανικής κυβέρνησης Δημήτρη Φάλο. Αυτός είχε έρθει μερικές μέρες πριν στην Θεσσαλονίκη και έψαχνε κάποιο κατάλληλο πρόσωπο για να συζητηθεί το θέμα. Επελέγη ο Χρυσοχόου λόγω της θέσεώς του (γενικός επιθεωρητής νομαρχιών), των επαφών του με την κυβέρνηση των Αθηνών, γενικότερα λόγω των διασυνδέσεών και της επιρροής που διέθετε και επειδή ήταν γνωστός αντικομμουνιστής.
Μεταξύ των δυο έγινε μία πρώτη διερευνητική συζήτηση και παρά τις ενστάσεις που διετύπωσε αρχικά όσον αφορά το βορειοηπειρωτικό, ο Αλβανός εκπρόσωπος φάνηκε ιδιαίτερα συγκαταβατικός και υποχωρητικός.
Συνοπτικά, ο Φάλος ισχυρίστηκε ότι όλοι οι Αλβανοί, πλην των κομμουνιστών, ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Υποστήριξε ότι η Αλβανία σαν μικρό κράτος που ήταν δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και μόνο με την Ελλάδα θα μπορούσε να ενοποιηθεί.
Στην συζήτηση βέβαια προέκυψαν κάποια σοβαρά θέματα. Το πιο σημαντικό ήταν η απαράδεκτη στάση της αλβανικής εθνικιστικής οργάνωσης Μπάλι Κομπετάρ κατά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Φάλος απολογήθηκε ότι η εχθρική στάση του Μπάλι Κομπετάρ οφειλόταν στο ότι μεγάλο τμήμα των βορειοηπειρωτών συνεργαζόταν ανοικτά με τους αλβανούς κομμουνιστές παρτιζάνους (κάτι που δυστυχώς ήταν αληθές) και όχι επειδή ήταν Έλληνες.
Επίσης τόνισε ότι η στάση των Αλβανών έναντι των βορειοηπειρωτών έχει αλλάξει προς το καλύτερο, και ότι ιδρύθηκε στα Τίρανα αλβανοελληνικός σύνδεσμος για την προώθηση της ενοποίησης των δύο χωρών.
Λίγες μέρες μετά στις 08/02/1944, κανονίστηκε δεύτερη συνάντηση του Χρυσοχόου με μία τριμελή αλβανική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για το θέμα.
Οι Αλβανοί πρότειναν:
α) Ενιαίο κράτος, εν μέρει δυαδικό με τοπική ανεξαρτησία εντός των σημερινών ορίων Ελλάδας και Αλβανίας σε ότι αφορά την διοίκηση, την δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τις πολιτικές αρχές.
β) Ενιαία εξωτερική πολιτική, η ελληνική.
γ) Ενιαία εθνική άμυνα, με στρατό υπαγόμενο σε πολεμικά υπουργεία των Αθηνών
δ) Ενιαία οικονομική πολιτική, η ελληνική, και άρση τελωνειακών φραγμών μεταξύ των δύο κρατών.
Ο Χρυσοχόου συνέταξε σχετική έκθεση την οποία έστειλε τόσο προς την κυβέρνηση των Αθηνών, προς τους επικεφαλείς διαφόρων κομμάτων (Σοφούλης, Παπανδρέου κτλ) και προς την κυβέρνηση του Καϊρου. Ο Ράλλης ήταν αρχικά θετικός στο ενδεχόμενο ένωσης και οι επικεφαλείς των κομμάτων εξουσιοδότησαν εκπροσώπους τους να συναντηθούν με την αλβανική επιτροπή στην Θεσσαλονίκη, όπως και έγινε. Πέραν των συζητήσεων δεν υπήρχε ουσιαστική πρόοδος στο θέμα.
Η σύλληψη κάποιων πολιτικών αρχηγών (Σοφούλης) απ΄τους Γερμανούς και η διαφυγή άλλων στην Μέση Ανατολή επέφερε νέες καθυστερήσεις.
Παράλληλα η υπόθεση διέρρευσε και προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις βορειοηπειρωτών που κατοικούσαν στην Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα.
Τελικά, τον Αύγουστο του ΄44 ο Ράλλης αποφάσισε να κινηθεί μόνος του για το ξεκίνημα των συζητήσεων. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν ευνοϊκές. Ο Αλβανός απεσταλμένος Τζαβήτ Λεσκοβίκου δεν μπόρεσε να έρθει στην Αθήνα. Ο κομιστής του πληρεξούσιού του απ΄την νέα αλβανική κυβέρνηση (η προηγούμενη της οποίας ήταν απεσταλμένος είχε παραιτηθεί μερικές μέρες πριν) συνελλήφθη από Αλβανούς παρτιζάνους και εκτελέστηκε, ενώ και οι Γερμανοί δεν του έδωσαν σχετική άδεια για να πάει απ΄την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Έτσι η προσπάθεια αποτελματώθηκε.
Με αυτόν τον τρόπο ο Χρυσοχόου παρουσιάζει τα γεγονότα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
Όπως μπορεί εύκολα κάποιος να διαπιστώσει ο Χρυσοχόου μετά τις αρχικές επιφυλάξεις του, ήταν σαφώς υπέρ της ένωσης Ελλάδας-Αλβανίας η οποία -όπως παρουσιάζεται απ΄τον ίδιο τουλάχιστον- περισσότερο με προσάρτηση έμοιαζε.
Χωρίς να το ξεκαθαρίζει, γίνεται σαφές ότι αυτές οι συνομιλίες γίνονταν χωρίς την έγκριση των Γερμανών που κατείχαν στρατιωτικά τις δύο χώρες. Προφανώς στόχος των Αλβανών ήταν η ένωση με την Ελλάδα μετά την διαφαινόμενη αποχώρηση των Γερμανών απ΄την βαλκανική, προκειμένου να αποφευχθεί η κομμουνιστικοποίηση της πατρίδας τους.
Η μη-απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης του Καϊρου στην έκθεση που της έστειλε ο Χρυσοχόου ουσιαστικά αποτέλεσε και την ταφόπλακα της προσπάθειας. Άλλωστε θα ήταν απίθανο οι Βρετανοί, που είχαν υπό τον έλεγχό τους την κυβέρνηση του Καϊρου, να έδιναν ποτέ το πράσινο φως για την ένωση Ελλάδας-Αλβανίας. Αν δεχόντουσαν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συγκρουστούν πέραν του ΕΛΑΣ, και με το κομμουνιστικό αντάρτικο του Χότζα, κάτι που πιθανότατα θα διατάρασσε σοβαρά τις βρετανοσοβιετικές σχέσεις.
Γενικότερα η στάση των Αλβανών αντικομμουνιστών που πρωτοστάτησαν σε αυτές τις ενέργειες δείχνει να διέπεται από καθαρό καιροσκοπισμό και μπορεί επιπλέον να χαρακτηριστεί σαν πράξη απελπισίας.
Απ΄την αρχή της συστάσεώς του το αλβανικό κράτος ήταν ιταλόφιλο και η στάση των Αλβανών ήταν σταθερά ανθελληνική. Λίγους μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του ΄43 και αφού πλέον η κομμουνιστική απειλή του Χότζα ήταν εμφανής, οι Αλβανοί θυμήθηκαν ότι συγγενεύουν φυλετικά (συζητήσιμο, αλλά όχι τελείως άκυρο) με τους Έλληνες και επιχείρησαν ουσιαστικά να τεθούν υπό την προστασία της Ελλάδας.
Δεν τα κατάφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, συνεπώς η ένταξή τους στο κομμουνιστικό μπλοκ ήταν μοιραία κατάληξη.
Ο Χρυσοχόου περιγράφει τις συζητήσεις που έγιναν στο έργο "Η ελληνοαλβανική συνεννόησις του 1944 δια την ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα" (στο διαδίκτυο υπάρχειεδώ), απ'όπου αντλήσαμε και τις σχετικές πληροφορίες.
Η επαφή μεταξύ Αλβανών και Χρυσοχόου έγινε με την μεσολάβηση ενός βορειοηπειρώτη δημοσιογράφου. Στις αρχές Φεβρουαρίου συναντήθηκε ο Χρυσοχόου με τον επίσημο εκπρόσωπο της αλβανικής κυβέρνησης Δημήτρη Φάλο. Αυτός είχε έρθει μερικές μέρες πριν στην Θεσσαλονίκη και έψαχνε κάποιο κατάλληλο πρόσωπο για να συζητηθεί το θέμα. Επελέγη ο Χρυσοχόου λόγω της θέσεώς του (γενικός επιθεωρητής νομαρχιών), των επαφών του με την κυβέρνηση των Αθηνών, γενικότερα λόγω των διασυνδέσεών και της επιρροής που διέθετε και επειδή ήταν γνωστός αντικομμουνιστής.
Μεταξύ των δυο έγινε μία πρώτη διερευνητική συζήτηση και παρά τις ενστάσεις που διετύπωσε αρχικά όσον αφορά το βορειοηπειρωτικό, ο Αλβανός εκπρόσωπος φάνηκε ιδιαίτερα συγκαταβατικός και υποχωρητικός.
Συνοπτικά, ο Φάλος ισχυρίστηκε ότι όλοι οι Αλβανοί, πλην των κομμουνιστών, ήταν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Υποστήριξε ότι η Αλβανία σαν μικρό κράτος που ήταν δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και μόνο με την Ελλάδα θα μπορούσε να ενοποιηθεί.
Στην συζήτηση βέβαια προέκυψαν κάποια σοβαρά θέματα. Το πιο σημαντικό ήταν η απαράδεκτη στάση της αλβανικής εθνικιστικής οργάνωσης Μπάλι Κομπετάρ κατά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Ο Φάλος απολογήθηκε ότι η εχθρική στάση του Μπάλι Κομπετάρ οφειλόταν στο ότι μεγάλο τμήμα των βορειοηπειρωτών συνεργαζόταν ανοικτά με τους αλβανούς κομμουνιστές παρτιζάνους (κάτι που δυστυχώς ήταν αληθές) και όχι επειδή ήταν Έλληνες.
Επίσης τόνισε ότι η στάση των Αλβανών έναντι των βορειοηπειρωτών έχει αλλάξει προς το καλύτερο, και ότι ιδρύθηκε στα Τίρανα αλβανοελληνικός σύνδεσμος για την προώθηση της ενοποίησης των δύο χωρών.
Λίγες μέρες μετά στις 08/02/1944, κανονίστηκε δεύτερη συνάντηση του Χρυσοχόου με μία τριμελή αλβανική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί για το θέμα.
Οι Αλβανοί πρότειναν:
α) Ενιαίο κράτος, εν μέρει δυαδικό με τοπική ανεξαρτησία εντός των σημερινών ορίων Ελλάδας και Αλβανίας σε ότι αφορά την διοίκηση, την δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τις πολιτικές αρχές.
β) Ενιαία εξωτερική πολιτική, η ελληνική.
γ) Ενιαία εθνική άμυνα, με στρατό υπαγόμενο σε πολεμικά υπουργεία των Αθηνών
δ) Ενιαία οικονομική πολιτική, η ελληνική, και άρση τελωνειακών φραγμών μεταξύ των δύο κρατών.
Ο Χρυσοχόου συνέταξε σχετική έκθεση την οποία έστειλε τόσο προς την κυβέρνηση των Αθηνών, προς τους επικεφαλείς διαφόρων κομμάτων (Σοφούλης, Παπανδρέου κτλ) και προς την κυβέρνηση του Καϊρου. Ο Ράλλης ήταν αρχικά θετικός στο ενδεχόμενο ένωσης και οι επικεφαλείς των κομμάτων εξουσιοδότησαν εκπροσώπους τους να συναντηθούν με την αλβανική επιτροπή στην Θεσσαλονίκη, όπως και έγινε. Πέραν των συζητήσεων δεν υπήρχε ουσιαστική πρόοδος στο θέμα.
Η σύλληψη κάποιων πολιτικών αρχηγών (Σοφούλης) απ΄τους Γερμανούς και η διαφυγή άλλων στην Μέση Ανατολή επέφερε νέες καθυστερήσεις.
Παράλληλα η υπόθεση διέρρευσε και προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις βορειοηπειρωτών που κατοικούσαν στην Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα.
Τελικά, τον Αύγουστο του ΄44 ο Ράλλης αποφάσισε να κινηθεί μόνος του για το ξεκίνημα των συζητήσεων. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν ευνοϊκές. Ο Αλβανός απεσταλμένος Τζαβήτ Λεσκοβίκου δεν μπόρεσε να έρθει στην Αθήνα. Ο κομιστής του πληρεξούσιού του απ΄την νέα αλβανική κυβέρνηση (η προηγούμενη της οποίας ήταν απεσταλμένος είχε παραιτηθεί μερικές μέρες πριν) συνελλήφθη από Αλβανούς παρτιζάνους και εκτελέστηκε, ενώ και οι Γερμανοί δεν του έδωσαν σχετική άδεια για να πάει απ΄την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
Έτσι η προσπάθεια αποτελματώθηκε.
Με αυτόν τον τρόπο ο Χρυσοχόου παρουσιάζει τα γεγονότα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
Όπως μπορεί εύκολα κάποιος να διαπιστώσει ο Χρυσοχόου μετά τις αρχικές επιφυλάξεις του, ήταν σαφώς υπέρ της ένωσης Ελλάδας-Αλβανίας η οποία -όπως παρουσιάζεται απ΄τον ίδιο τουλάχιστον- περισσότερο με προσάρτηση έμοιαζε.
Χωρίς να το ξεκαθαρίζει, γίνεται σαφές ότι αυτές οι συνομιλίες γίνονταν χωρίς την έγκριση των Γερμανών που κατείχαν στρατιωτικά τις δύο χώρες. Προφανώς στόχος των Αλβανών ήταν η ένωση με την Ελλάδα μετά την διαφαινόμενη αποχώρηση των Γερμανών απ΄την βαλκανική, προκειμένου να αποφευχθεί η κομμουνιστικοποίηση της πατρίδας τους.
Η μη-απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης του Καϊρου στην έκθεση που της έστειλε ο Χρυσοχόου ουσιαστικά αποτέλεσε και την ταφόπλακα της προσπάθειας. Άλλωστε θα ήταν απίθανο οι Βρετανοί, που είχαν υπό τον έλεγχό τους την κυβέρνηση του Καϊρου, να έδιναν ποτέ το πράσινο φως για την ένωση Ελλάδας-Αλβανίας. Αν δεχόντουσαν κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συγκρουστούν πέραν του ΕΛΑΣ, και με το κομμουνιστικό αντάρτικο του Χότζα, κάτι που πιθανότατα θα διατάρασσε σοβαρά τις βρετανοσοβιετικές σχέσεις.
Γενικότερα η στάση των Αλβανών αντικομμουνιστών που πρωτοστάτησαν σε αυτές τις ενέργειες δείχνει να διέπεται από καθαρό καιροσκοπισμό και μπορεί επιπλέον να χαρακτηριστεί σαν πράξη απελπισίας.
Απ΄την αρχή της συστάσεώς του το αλβανικό κράτος ήταν ιταλόφιλο και η στάση των Αλβανών ήταν σταθερά ανθελληνική. Λίγους μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του ΄43 και αφού πλέον η κομμουνιστική απειλή του Χότζα ήταν εμφανής, οι Αλβανοί θυμήθηκαν ότι συγγενεύουν φυλετικά (συζητήσιμο, αλλά όχι τελείως άκυρο) με τους Έλληνες και επιχείρησαν ουσιαστικά να τεθούν υπό την προστασία της Ελλάδας.
Δεν τα κατάφεραν, όπως ήταν αναμενόμενο, συνεπώς η ένταξή τους στο κομμουνιστικό μπλοκ ήταν μοιραία κατάληξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου