Η πρώτη μαζική εξέγερση, όχι μόνο στο χώρο της Β.Ηπείρου, αλλά σ' όλη την Αλβανία.
Αφήγηση του Γιώργου Μάνου, ενός από των
πρωταγωνιστών της εξέγερσης,
στην Λαμπρινή, ανταποκρίτρια των "Νέων
Της Βορείου Ηπείρου"
Από το 1944 έως το 1990 στην Αλβανία υπήρχε το πιο σκληρό και στυγνό κομμουνιστικό καθεστώς στην Ευρώπη. Οι Bορειοηπειρώτες που πέρασαν στην Ελλάδα παράνομα ήταν ελάχιστοι, αφού το κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα αφενός φύλασσε πολύ καλά τα σύνορα, αφετέρου είχε τοποθετήσει ηλεκτροφόρα σύρματα.
Δύο κινήσεις που έκαναν αδύνατη την έξοδο από τη χώρα στους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι για 46 ολόκληρα χρόνια αν δήλωναν Έλληνες, μιλούσαν ελληνικά ή έκαναν τον σταυρό τους κατέληγαν σφαγιασμένοι από τους κομμουνιστές.
Στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 πολλοί νέοι Βορειοηπειρώτες στα κέντρα των χωριών και στα καφενεία, συζητούσαν για τον τρόπο που θα περνούσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, αναζητούσαν την ελευθερία προσπαθώντας να ξεφύγουν από την κόλαση του κομμουνισμού και να αναπνεύσουν αέρα ελευθερίας στην πατρίδα μας την Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς διαμαρτυρόμενοι για την κομμουνιστική τυραννία, θέλοντας να περάσουν τα σύνορα άφησαν την τελευταία τους πνοή με μαρτυρικό τρόπο.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1990 μια μεγάλη παρέα νέων από τ’ Αλύκου , γύρω στα 20 άτομα, κι ένας αλβανός στρατιώτης από το Φίερι που υπηρετούσε σε στρατόπεδο της Γκιάστας και είχε υπηρεσία το βράδυ, έχοντας μαζί του και το όπλο, ξεκινούν να δραπετεύσουν. Ο Βαγγέλης Μήτρος από τη Γέρμα, βοηθός οδηγού τότε, παίρνει το φορτηγάκι στο οποίο δούλευε και ξεκινούν για τα σύνορα στο χωριό Τσιφλίκι.
Από το 1944 έως το 1990 στην Αλβανία υπήρχε το πιο σκληρό και στυγνό κομμουνιστικό καθεστώς στην Ευρώπη. Οι Bορειοηπειρώτες που πέρασαν στην Ελλάδα παράνομα ήταν ελάχιστοι, αφού το κομμουνιστικό καθεστώς του Χότζα αφενός φύλασσε πολύ καλά τα σύνορα, αφετέρου είχε τοποθετήσει ηλεκτροφόρα σύρματα.
Δύο κινήσεις που έκαναν αδύνατη την έξοδο από τη χώρα στους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι για 46 ολόκληρα χρόνια αν δήλωναν Έλληνες, μιλούσαν ελληνικά ή έκαναν τον σταυρό τους κατέληγαν σφαγιασμένοι από τους κομμουνιστές.
Στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 πολλοί νέοι Βορειοηπειρώτες στα κέντρα των χωριών και στα καφενεία, συζητούσαν για τον τρόπο που θα περνούσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, αναζητούσαν την ελευθερία προσπαθώντας να ξεφύγουν από την κόλαση του κομμουνισμού και να αναπνεύσουν αέρα ελευθερίας στην πατρίδα μας την Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς διαμαρτυρόμενοι για την κομμουνιστική τυραννία, θέλοντας να περάσουν τα σύνορα άφησαν την τελευταία τους πνοή με μαρτυρικό τρόπο.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1990 μια μεγάλη παρέα νέων από τ’ Αλύκου , γύρω στα 20 άτομα, κι ένας αλβανός στρατιώτης από το Φίερι που υπηρετούσε σε στρατόπεδο της Γκιάστας και είχε υπηρεσία το βράδυ, έχοντας μαζί του και το όπλο, ξεκινούν να δραπετεύσουν. Ο Βαγγέλης Μήτρος από τη Γέρμα, βοηθός οδηγού τότε, παίρνει το φορτηγάκι στο οποίο δούλευε και ξεκινούν για τα σύνορα στο χωριό Τσιφλίκι.
Φτάνοντας νύχτα στα σύνορα,
αντίκρισαν μπροστά τους τα συρματοπλέγματα.
Τέσσερις από την παρέα θα έσκαφταν κάτω
από αυτά, 4 άλλοι θα παρατηρούσαν και οι
υπόλοιποι στέκονταν σε απόσταση να μην
τους δουν οι συνοριοφύλακες. Για κακή
τους τύχη όμως έγιναν αντιληπτοί από
τους αλβανούς φύλακες. Τότε ο αλβανός
στρατιώτης που είχαν μαζί τους τα παιδιά,
άνοιξε πυρ προς τους συνοριοφύλακες
και σκοτώνει έναν από τους δύο ο οποίος
κατάγονταν από τη Λέζια. Αμέσως ο άλλος
ρίχνει μια ριπή προς το μέρος τους και
σκοτώνει επί τόπου το Θύμιο Μάσιο από
τα Αλύκου. Συναγερμός στα σύνορα,
ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιποι
συνοριοφύλακες και οι στρατιώτες και
ξεκίνησε καταδίωξή τους.
Οι
υπόλοιποι έφυγαν τρέχοντας και κατάφεραν
να διαφύγουν, όμως οι υπόλοιποι 3 δεν
μπόρεσαν. Τον 16-χρονο Αηδόνη Ράφτη τον
έπιασαν ζωντανό και του άδειασαν το
περίστροφο στο στόμα. Ο Βαγγέλης Μήτρος
έφτασε στην καλύβα ενός βοσκού, αλλά
αυτός από το φόβο του τον παρέδωσε. Το
Βαγγέλη μαζί με το Θανάση Κώτση τους
τρύπησαν με τις λόγχες των όπλων. Όπως
μάθαμε πιο μετά ο Θανάσης ζήτησε και
βοήθεια από τους δικούς μας τότε που
ήταν σε “υψηλό
πόστο”-Σώστε
μας, αλλά …
Αυτά
έγιναν την νύχτα της 10 Δεκεμβρίου
ξημερώνοντας 11 Δεκεμβρίου.
Το
πρωί στο χωριό διέρρευσε ότι κάποιος
Αλυκιώτης σκοτώθηκε στα σύνορα. Όλοι
είχαν άγχος και φόβο, νόμιζαν ότι μπορεί
να ήταν κάποιο δικό τους παιδί. Το
μεσημέρι στο κέντρο του χωριού μάθαμε
τελικά τη θλιβερή είδηση για το σκοτωμό
των τεσσάρων παλικαριών.
Ο
θρήνος και η αγανάκτηση ήταν απερίγραπτη.
Μάθαμε ότι δεν θα μας έδιναν τα πτώματα
των παιδιών και τα φερέφωνα τότε του
Κόμματος έλεγαν ότι θα τα θάψουν στη
φυλακή και θα τα έχουν εκεί έως ότου
λήξει η ποινή που
θα τους έδιναν.
Ειπώθηκε
σε φίλους: «Τα παιδιά τιμωρήθηκαν με
την εσχάτη των ποινών: Το θάνατο. Και το
κυνικό κράτος δεν μας επιτρέπει να
πάρομε τις σορούς των νεκρών;!»
Αποφασίσαμε
να πάρουμε τα πτώματα. Οι θύμησες από
παρόμοια επεισόδια, ότι μπορούν να
σύρουν τις σωρούς πίσω από τα τρακτέρ
και θα αναγκάσουν τον κόσμο να τα φτύσει
ήταν νωπές. Οι περιπτώσεις των αδερφών
Πράσσου, του Παπουτσή και του Ντάλα, που
προηγήθηκαν μαρτυρούσαν τη βαρβαρότητα
της στυγνής δικτατορίας. Τα αίματα
άναψαν, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε,
τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει το
εξαγριωμένο πλήθος.
Πρωτοστάτης
ο πατέρας του Θύμιου Μάσιου. «- Πάω να
πάρω το πτώμα του παιδιού μου, στα σύνορα
για να το θάψω όπως πρέπει, όποιος θέλει
ακολουθεί». Ξεκίνησαν 2, 5, 10, γέμισε ο
δρόμος λαό. Κάποιοι από μας - κι ήταν
αρκετοί - κυρίως σπουδασμένοι άνθρωποι,
παίξανε πρωταρχικό ρόλο. Παρέσυραν
τη μάζα. Έβλεπε ο άλλος το γιατρό, το
δάσκαλο, τον κτηνίατρο…, να μετέχουν
σε εξέγερση κι έλεγε: «Γιατί να μην
πάω κι εγώ; Τι έχω να χάσω; Το φτυάρι ή
τον κασμά;»
Ξεκίνησε η
φάλαγγα από το Αλύκου κι έφτασε στο
Μαραφέντι, εκεί στον κεντρικό οδικό
άξονα Άγιοι Σαράντα - Κονίσπολη. Στο
δρόμο το πλήθος πύκνωνε. Βγήκαν άνθρωποι
κι απ’ τ’ άλλα χωριά κι ενώθηκαν με το
ανθρώπινο ποτάμι.
Σταματάγαμε
όποιο φορτηγό περνούσε και λέγαμε στον
οδηγό: «- Θα οδηγήσεις;».
Αν δεν ήθελε τον
κατεβάζαμε κάτω και βάζαμε κάποιον
άλλον που ήξερε και ήθελε. Τα φορτηγά
έγιναν τέσσερα και σε κάθε ένα από αυτά
υπήρχε κι ένας που οργάνωνε και έδινε
οδηγίες. Οι πρωτοστάτες έριξαν τα πρώτα
συνθήματα: «Κάτω η δικτατορία - θέλουμε
δημοκρατία», «Σκυλί Αλία - είσαι
δολοφόνος», κ.α.
Καθώς περνάγαμε
στα χωριά Ντερμίσι και Λιβαδειά βλέπαμε
τον κόσμο να είναι και φοβισμένος, αλλά
και χαρούμενος.
Οι
αρχές που δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση
το πλήθος να φτάσει στα σύνορα,
και μπροστά στο φόβο επεισοδίων, έστειλαν
τα πτώματα με φορτηγό για το χωριό, αλλά
συναντηθήκαμε μαζί του στη Βίλα, μεταξύ
Βαγκαλιατιού και Μπουγαζίου
. Έχω μπροστά στα μάτια
μου ακόμα το φορτηγό που έφερε τα πτώματα
και τον οδηγό που έτρεμε ολόκληρος.
Οι οικογένειες
και οι συγγενείς όρμησαν πάνω στο φορτηγό
και είδαν τα πτώματα τυλιγμένα σε κάτι
κουβέρτες του στρατού. Ο πόνος ήταν
αβάσταχτος, η αγανάχτηση μεγάλη. Οι
σπαραγμοί των ανθρώπων και τα ουρλιαχτά
πάνω από τα πτώματα, θα με ακολουθήσουν
σε όλη μου τη ζωή.
Μετά από αυτές
τις σκηνές έπεσε το σύνθημα: -Πάμε για
Ελλάδα ή για Αγίους Σαράντα;
Πήραμε τα πτώματα
και ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε για
το χωριό. Μαζί μας ενώθηκαν εκείνη τη
στιγμή και 2 τρακτέρ με τις καρότσες
τους γεμάτες κόσμο, που ήρθαν κι αυτοί
για συμπαράσταση. Ένας από τους οδηγούς
ήταν ο γαμπρός του Βαγγέλη Μήτρου από
τη Γέρμα.
Στο γυρισμό από
το μίσος που νιώθαμε γι αυτό το σύστημα,
σπάσαμε βιτρίνες κρατικών καταστημάτων
στη Λιβαδειά και στο Ντερμίσι.
Το βράδυ στο
χωριό μεγάλος θρήνος…
Ξημερώνοντας η
12η Δεκεμβρίου,
γράφτηκαν συνθήματα:
«Κάτω η δικτατορία
- θέλουμε δημοκρατία», «Σκυλί Αλία -
είσαι δολοφόνος». Μερικοί και αφού πήραν
την άδεια των οικογενειών των σκοτωμένων
παιδιών διοργάνωναν τον κόσμο, άνθρωποι
που θέλουν να μείνει η ανωνυμία τους κι
αυτό δείχνει το μεγαλείο τους.
«Άνοιξε
τα ΣΥΝΟΡΑ, ζητάμε ΛΕΥΤΕΡΙΑ!» - λέει το σύνθημα που κρατάνε τα μικρά παιδιά
Τα φέρετρα των
σκοτωμένων παιδιών, ακουμπημένα σε
δυνατούς πλάτες συγγενών και φίλων,
βγήκαν από τα σπίτια την ίδια ώρα και
κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. Την
Τετάρτη το πρωί - για όσους έχουν την
επίγνωση εκείνων των συνθηκών - συνέβη
κάτι το ασύλληπτο. 4.000 κάτοικοι του
Αλύκου και των γύρω χωριών με λάβαρα τα
φέρετρα των νεκρών παιδιών, αλλά και
ελληνικές σημαίες φτιαγμένες πρόχειρα
με υφάσματα των εθνικών χρωμάτων,
απευθυνόμαστε με πορεία προς τους Αγίους
Σαράντα. Είναι πρωτοφανές για τα χρονικά
εκείνα. Για πρώτη φορά μετά από 45 χρόνια
δικτατορίας στην Αλβανία, γίνεται μαζική
διαδήλωση κατά του καθεστώτος. Ακούγονται
συνθήματα όπως «Κάτω η δικτατορία»,
«Ραμίζ Αλία είσαι δολοφόνος», «Ένωση
με την Ελλάδα» και εκκλήσεις προς τους
τότε Έλληνες κυβερνώντες, ( Μητσοτάκη,
Σαμαρά).
Η φωνή βρήκε το δρόμο της, η καρδιά άλλο πια δεν προσκυνούσε και η ψυχή σήκωσε το κεφάλι. Περνούσε το ανθρώπινο ποτάμι και γινόταν κάλεσμα στα χωριά του Βούρκου. Βουβοί στο διάβα του κι άλλοι ενώνονταν μαζί μας. Άνθρωποι από όλα τα χωριά του Βούρκου κατέφθαναν και προχωρώντας η πομπή πλήθαινε . Στο Μετόχι ήταν μια μεγάλη αφίσα του Ενβέρ Χότζα, το σύμβολο του κομμουνισμού, ορμήσαμε κατά πάνω της και την κομματιάσαμε.
Κι έτσι, γεμάτοι λύπη, πάθος
κατευθυνθήκαμε προς την πόλη των Αγίων
Σαράντα, παρά την μεγάλη και επικίνδυνη
αντίσταση του κράτους..
Καθώς προχωρούσαμε, βλέπουμε στρατό
και αστυνομία με βαρύ οπλισμό, αλλά και
πολίτες πιστοί του καθεστώτος, να έχουν
δημιουργήσει φράγμα στα στενά της
Γκιάστας για να εμποδίσουν την προέλασή
μας στους Αγίους Σαράντα.
Οι αλβανοί φρουροί που είχαν επιστρατευθεί
για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση
δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αυτό δεν έχει
ξανασυμβεί. Στην Αλβανία του Χότζα και
του Αλία λέξεις όπως πορεία, εξέγερση,
διαμαρτυρία, δεν υπήρχαν στο λεξικό. Το
να ‘χες άποψη απαγορευόταν, όπως
απαγορευόταν να έχεις θρησκεία . Για
πρώτη φορά ακούστηκαν μηνύματα για
λευτεριά κι οι υπηρέτες του καθεστώτος
άκουγαν εμβρόντητοι συνθήματα όπως
«Αλία δολοφόνε», «Ένωση με την Ελλάδα»…
Αμέσως
βάλαμε μπροστά στην πορεία γυναίκες
και παιδιά. Κρυμμένοι πίσω από τα πεύκα
μας πετροβολούσαν. Εξαγριωμένοι τους
ρίξαμε ότι βρίσκαμε μπροστά μας πέτρες,
λιθάρια, κλπ. Ο πέτρες έπεφταν βροχή και
αυτό συνεχίστηκε για 45 λεπτά.
Τραυματίστηκαν
αρκετοί, και το πλήθος δεν υποχωρούσε.
Όλοι μας μαζί δεν φοβόμασταν, δε
λογαριάζαμε ζωή ή θάνατο, παρότι γνωρίζαμε
ότι τον καθένα μας ξεχωριστά μας περιμένει
επίσκεψη της σιγκουρίμι (αλβανική
αστυνομία) την επομένη στο σπίτι.
Οι
δυνάμεις του καθεστώτος βλέποντας ότι
χάνουν έδαφος και ότι
τίποτα δεν μας πτοούσε, άρχισαν να
πυροβολούν και μια σφαίρα χτυπάει τον
ξάδερφό μου το Μήτσιο Μάνο στο μηριαίο
οστό. Μετά τον
σοβαρό τραυματισμό του Μ. Μάνου, επικράτησε
η άποψη των ψυχραιμότερων για υποχώρηση.
Η πομπή με τα πτώματα γύρισαν στο χωριό
και τα παιδιά θάφτηκαν όταν έπεσε το
σούρουπο.(πρώτη φορά γίνεται ταφή τέτοια
ώρα στα χωριά μας, σε αντίθεση με τη
χριστιανική παράδοση).
Ο τραυματίας
έπρεπε να μεταφερθεί επειγόντως σε
νοσοκομείο. Σταματάμε ένα φορτηγό IFA
και ο μακαρίτης ο Θοδωρής ο Παπάς, ο
γεωπόνος από του Χάλιου λέει στον οδηγό:
«Ξέρω ποιος είσαι, πού μένεις και τι
οικογένεια έχεις… Παίρνεις τον τραυματία
και σφαίρα για τους Αγίους Σαράντα.
Τυχόν σταματήσεις στο μπλόκο, σου
καίμε το σπίτι… θα πάρεις κι άλλους στο
λαιμό σου.»
Είναι οι συγκυρίες
που σε αναγκάζουν να περάσεις σε άγρια
κατάσταση.
Φοβερές στιγμές,
δεν περιγράφονται με τίποτα. Συνοδεύω
κι εγώ τον τραυματία. Οι πέτρες έπεφταν
βροχή πάνω μας. «Δεν μπορώ ρε παιδιά,
λέει ο οδηγός», και σταματάει, κατεβαίνει
κάτω. Ανεβαίνουν πάνω στρατιώτες. Εκεί
είδα με τα μάτια μου πώς δέκα οπλισμένοι
από αυτούς, περιλάβαιναν και πετσόκοβαν
από έναν δικό μας. Κάποιος, που έτυχε να
με γνωρίζει, διατάζει: « Αφήστε τους,
γιατί τους συνοδεύει ο γιατρός.»
Εμείς με τον
τραυματία προχωρήσαμε προς τους Αγίους
Σαράντα. Στην πόλη δεν κινούταν ψυχή.
Ήδη είχαν πάει στα σχολεία και στα
μαγαζιά και τους έλεγαν: «-Κλείστε τα
και φύγετε, έρχονται οι Αλυκιώτες να
σας βιάσουν τις γυναίκες και τα κορίτσια».
Στο νοσοκομείο
μας υποδέχτηκαν εντυπωσιακά και μας
στήριξαν οι Βορειοηπειρώτες γιατροί.
Εκεί νοσηλεύονταν και τραυματισμένοι
αλβανοί στρατιώτες και αστυνομικοί και
φυσικά προτεραιότητα οι γιατροί έδιναν
σε αυτούς. Μετά από τις πρώτες βοήθειες
στο νοσοκομείο των Αγίων Σαράντα ήταν
απαραίτητη η μεταφορά του τραυματία
στο Αργυρόκαστρο όπου τον συνόδευσα
εγώ, κι έπειτα στα Τίρανα.
Τρεις η ώρα μετά
τα μεσάνυχτα με το ασθενοφόρο γύρισα
στην πόλη των Αγίων Σαράντα. Πρώτη φορά
είδα περιπολίες στην είσοδο, αλλά και
μέσα στην πόλη.
Την επόμενη το
πρωί, ανέβηκα σε ένα φορτηγό και αφού
περάσαμε από έλεγχο στην έξοδο της πόλης
γυρίζω στ’ Αλύκου με το σκεπτικό μήπως
αγρίευε η κατάσταση κι ήθελαν μεθόδευση
τα πράγματα. Στο κέντρο του Μετοχιού
πρώτη φορά είδα τα ΜΑΤ. Σε όλη τη διαδρομή,
από το Βρυώνι που με άφησε το φορτηγό
και μέχρι στο χωριό, με αγκαλιάζανε
άνθρωποι που ούτε τους ήξερα, ούτε και
τους θυμάμαι. Έλεγαν: «Μπράβο παιδιά!».
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μόλις πάτησα
στο χωριό, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τι
θα πει ελευθερία. Τι θα πει αυτόνομη
περιοχή. Δεν φοβόσουνα τίποτα. Συγκίνηση,
θαυμασμός…απερίγραπτες στιγμές.
Είχες γύρω σου
ανθρώπους που σε αγαπούσανε, που σε
θαυμάζανε, που σε αγκαλιάζανε.
Θυμάμαι, κάποια
στιγμή, εμφανίζεται ο αστυνομικός της
περιοχής. Χωρίς να του μιλήσουν, τον
περικυκλώνουν περίπου σαράντα - πενήντα
χωριανοί και ο κλοιός γύρω του στένευε
ολοένα και περισσότερο. Μια κουβέντα,
μια χειρονομία, μια αντίδραση και θα
τον είχαν σκοτώσει. Τον έπιασαν τα
κλάματα. Τελικά κάποιος του άνοιξε δρόμο
κι έφυγε. Μετά από αυτό το χουνέρι που
έπαθε, δεν ξέρω αν επισκέφτηκε πια τ’
Αλύκου... » .
Η εκτέλεση των τεσσάρων παλικαριών από το Βούρκο, τριών από το Αλύκο και ενός από τη Γέρμα, στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα από τους αλβανούς συνοριοφύλακες, αποτελεί σταθμό στην ιστορία του τόπου μας, όχι μόνο για τη θυσία αυτών των παιδιών, αλλά γιατί αυτό ήταν η αφορμή να γίνει η πρώτη μαζική αντίδραση κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Ήταν η πρώτη και η πιο μεγάλη λαϊκή διαμαρτυρία μέσα στα 46 χρόνια ανείπωτης σκλαβιάς. Η 12η Δεκεμβρίου 1990 θα μείνει στην ιστορία μας και έχει μεγάλη αξία για τρεις σημαντικούς λόγους:
α) Ήταν η πρώτη μαζική εξέγερση, όχι μόνο στο χώρο της Β.Ηπείρου, αλλά και σε όλη την Αλβανία,γροθιά στο στομάχι του Κομμουνιστικού καθεστώτος, που σηματοδότησε και την αρχή του τέλους του.
β) Ανέδειξε, μέσα από τη συνθηματολογία «Κάτω η Δικτατορία!», «Θέλουμε δημοκρατία και ελευθερία» το δημοκρατικό φρόνημα και πνεύμα των Β-Ηπειρωτών.
γ) Εκφράστηκεμε τα συνθήματα « Ένωση με την Ελλάδα», « Μητσιοτάκη προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα» ο πόθος για εθνική δικαίωση και ιστορική αποκατάσταση .
Στην εξέγερση
αυτή των Βορειοηπειρωτών του Βούρκου,
σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι οικογένειες
των 4 μαρτύρων που έδωσαν τη συγκατάθεσή
τους , ώστε τα φέρετρα των παιδιών τους
να γίνουν λάβαρα, στον αγώνα ενάντια
στον κομμουνισμό, για να ευαισθητοποιήσουν
και ενθαρρύνουν την κοινή γνώμη για την
πτώση της δικτατορίας.
Η 12η Δεκεμβρίου
τιμάται κάθε χρόνο με εκδηλώσεις στο
χωριό Αλύκου...Δυστυχώς, για άλλη μια
φορά, κάποιοι που βρέθηκαν απέναντί μας
την ημέρα της εξέγερσης και μας
πετροβολούσαν, κι εφέτος θα πάρουν ξανά
το μικρόφωνο για να μάς πούνε πόσο ένδοξη
ήταν αυτή η μέρα στην ιστορία του τόπου
μας.
Σε όσους προσπαθούν
να μάς πείσουν ότι λατρεύουν τους ήρωες,
αλλά ποτέ δεν θέλουν να γίνουν σαν κι
αυτούς, αγαπούν την ελευθερία, αλλά ποτέ
δεν παλεύουν γι αυτήν, είναι δημοκράτες,
αλλά πάντα μονολογούν...τους απαντάμε
ότι την ημέρα αυτή δεν τους την χαρίζουμε!
Θύμιος
Μάσιος
Βαγγέλης
Μήτρος
Θανάσης
Κώτσης
Αηδόνης
Ράφτης.
Για
πάντα στις καρδιές μας.
Η 12η Δεκεμβρίου ενώνει τους αγώνες, τα όνειρα και τις θυσίες όλων των αγωνιστών Ελλήνων στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα, στην Σαλαμίνα, του '21, του 1912-13, του 1940, της ΕΟΚΑ και χιλιάδων άλλων Β-Ηπειρωτών που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και δολοφονήθηκαν στο όνομα της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Όλοι
Εσείς, ΑΘΑΝΑΤΟΙ, γιατί "του Αντριωμένου
ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται.....".
Ακούστε το παρακάτω τραγούδι αφιερωμένο στα 4 παλικάρια:
anatrixiastikes stigmes kai mono pou to diabazeis, fantazomai aytoi pou tis ezisan ti aisthimata tous periebalan
ΑπάντησηΔιαγραφήΗΜΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΤΑ ΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΤΑ ΖΕΙΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήφοβερι αφιγιση συμπατριωτη γιωργο μανο.τιμη και δοξα στουσ ιρωες
ΑπάντησηΔιαγραφήαιωνια η μνημη τους!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήbravo sto bourko.......................
ΑπάντησηΔιαγραφή