Τα τελευταία χρόνια, μετά τις κοσμογονικές αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, επήλθαν ευρείες και ριζικές ανακατατάξεις. Από τη διαίρεση της Γιουγκοσλαβίας σχηματίστηκαν ανεξάρτητα εθνικά κράτη: Κροατία, Βοσνία, Ερζεγοβίνη, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Κόσσοβο, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Τα κράτη αυτά, ανάλογα με το εδαφικό μέγεθος και την πληθυσμιακή σύνθεση, παίζουν ρόλο σε θέματα που αφορούν συνολικά τα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα, το μοναδικό κράτος των Βαλκανίων που δεν ανήκε στους δορυφόρους της τέως Σοβιετικής Ένωσης, επωμίστηκε, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τεράστιο βάρος, προσπαθώντας να συνδράμει αυτά τα κράτη να ανακάμψουν και να βρουν το δρόμο προς τη δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ξεχωριστή υπήρξε η οικονομική βοήθεια προς την Αλβανία, και από λόγους γειτονικούς και ανθρωπιστικούς και από το γεγονός ότι στην αλβανική επικράτεια ζουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Δέχτηκε, μετά το 1990, σχεδόν ένα εκατομμύριο Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι, με τα εμβάσματα που έστελναν στην πατρίδα τους συγκράτησαν κοινωνική έκρηξη και βοήθησαν τη χώρα να ανακάμψει οικονομικά και κοινωνικά.
Το θέμα των σχέσεων και άλλων ανταλλαγών με τη γειτονική και συγγενική μας χώρα είναι πολύπλευρο και πολυσχιδές και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και αντιμετώπισης. Για το θέμα των σχέσεων με την Αλβανία ο σημερινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, ως υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος, είχε γράψει (Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων – Παρασκευή 7 Απριλίου 2000): «Το κεφάλαιο Αλβανία, εκείνο που μετράει με οικονομικά μεγέθη, δεν έχει ακόμη ανοίξει. Η πρώτη φάση, εκείνη του αλτρουϊσμού και της ανθρωπιάς, με όλα τα επικίνδυνα ή δυσάρεστα παρελκόμενα, επετεύχθη. Η δεύτερη φάση εξαρτάται από το πόσο στεριώνει η δημοκρατία και δυναμώνει η οικονομία στη γείτονα χώρα. Στο μέτρο που οι δύο παράγοντες σταθεροποιούνται, το κεφάλαιο Αλβανία θα δείχνει ολοένα και περισσότερο πόσο σημαντικό είναι για μας».
Όμως, να πούμε ότι, όσο σημαντικό είναι το «κεφάλαιο Αλβανία» για την Ελλάδα, άλλο τόσο σημαντικό είναι το «κεφάλαιο Ελλάδα» για την Αλβανία, για να μπορεί να αναπτυχθεί πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά κλπ.
Με σαφήνεια θέτει το θέμα των σχέσεων των δύο χωρών ο Θεσπρωτός, πρώην υπουργός, Αλέκος Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «Άπειρος χώρα». Θεωρεί ότι, παρόλες τις ιδιαιτερότητες, οι διμερείς σχέσεις είναι αντιμετωπίσιμες, αρκεί να κατανοηθούν τα δεδομένα που ισχύουν στις δύο χώρες. Είναι ανάγκη οι παρουσιαζόμενες σήμερα σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες να είναι απαλλαγμένες από ιδεολογήματα και προκαταλήψεις. Να στοχεύουν στην ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εμπέδωσης κλίματος συνεργασίας με την ανάπτυξη πολιτιστικών σχέσεων και ανταλλαγών, καθώς και στην προστασία και την απόδοση των μειονοτικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Να θυμίσουμε τις σοφές υποθήκες που άφησε στους ομοεθνείς του, στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Αβδούλ Σελήμ Μπέης του Δελβίνου: «Ποτέ οι Αλβανοί (έγραφε στην πολιτική του διαθήκη) να μην πολεμήσετε κατά της Ελλάδος. Σεις να μείνητε με τους Έλληνες. Οι Έλληνες έχουν καλούς νόμους και να μείνητε μ’ αυτούς. Την ευχή μου να έχητε όλοι, να μην πολεμήσητε κατά των Ελλήνων».
Το πνεύμα του κατευνασμού και της καταλλαγής πρέπει να πρυτανεύσει, ώστε να εμπεδωθεί σταθερό υπόβαθρο για το μέλλον.
Ένα άλλο θέμα άξιο ιδιαίτερης μελέτης, το οποίο άμεσα συντελεί στην ανάπτυξη αγαθών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, είναι η αξιόπιστη δημοσιογραφία. Οι άκριτες δημοσιογραφικές κραυγές που εκπέμπουν σε καθημερινή βάση τα μέσα ενημέρωσης, ραδιοτηλεοπτικά και έντυπος τύπος, φέρνουν αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η δημοσιογραφία για να επιτελεί το έργο της οφείλει να υπηρετεί την αλήθεια και την αντικειμενικότητα, να είναι παραστατική και αξιόπιστη. Είναι το κυριότερο μέσο ενημέρωσης διαφώτισης και επηρεασμού της κοινής γνώμης, την οποία τα ποικίλα δημοσιεύματα την διαμορφώνουν ανάλογα, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Ο δημοσιογράφος έχει υποχρέωση να εκθέτει με τρόπο αμερόληπτο και να απέχει από σκοπιμότητες ή από εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων.
Όταν ο δημοσιογράφος ψευδολογεί ή πλαστογραφεί την αλήθεια, δεν μιλούμε για ανεξάρτητη δημοσιογραφία, αλλά για στρατευμένη και υπόδουλη σε σκοπιμότητες. Ανάλογα με το βαθμό δεκτικότητας των ειδήσεων, και αυτό εξαρτάται από το επίπεδο παιδείας των κοινωνιών και από την καλλιέργειά τους, οι κοινωνίες μεταβάλλονται σε μάζα και αποδέχονται άκριτα διαστρεβλωμένες και αλλοιωμένες πληροφορίες, με συνέπεια να δημιουργείται μαζική υστερία.
Επομένως, αναφύεται το πρόβλημα: Ποιο είναι το πρακτέο; Πώς θα μπορούσε δηλ. μέσα από τα υπαρκτά προβλήματα, να βελτιωθούν οι σχέσεις με τη γειτονική μας χώρα σε σημείο που οι σχέσεις αυτές να αποβούν εποικοδομητικές και ωφέλιμες;
Σήμερα, που καταβάλλονται έντονες προσπάθειες να εδραιωθούν και στην Αλβανία οι δημοκρατικοί θεσμοί, οι δημοσιογράφοι και εκείνοι που ασχολούνται με τα κοινά και έχουν λόγο, οφείλουν να εγκαταλείψουν τις εθνικιστικές κορώνες και να στηρίξουν τον διχασμένο άνθρωπο των ταραγμένων χρόνων να σταθεί στα πόδια του και να βοηθήσουν στην επίλυση των υπαρξιακών προβλημάτων που ταλανίζουν τους ανθρώπους. Άμεσος στόχος και από τις δυο πλευρές να είναι η συμφιλίωση των αντιφάσεων και η εξομάλυνση των διαφορών, όποιες και αν είναι. Θα πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι ανάμεσα στους δύο λαούς κρυφοκαίει ένα αίσθημα φιλίας και συγγένειας, πράγμα φυσικό, αφού το αίσθημα αυτό ενισχύεται από αιώνες συνύπαρξης και αντιλήψεων, πέρα από προκαταλήψεις και λαθεμένες εκτιμήσεις.
Το βάρος αυτό της συναδέλφωσης και της συγγενικής συμβίωσης μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών είναι ανάγκη, μακριά από σκοπιμότητες και σοβινιστικές κραυγές, να το επωμισθούν και οι Αλβανοί δημοσιογράφοι. Έχουν υποχρέωση να συνενώνουν και όχι να διαχωρίζουν, να πλησιάζουν και όχι να απομακρύνουν, να συμφιλιώνουν και όχι να διχάζουν. Το να υφαίνεται συνεχώς ο ιστός του μίσους διεγείροντας τον όχλο και να τροφοδοτούνται μίση, τίποτε καλό δεν προϊδεάζουν. Αντίθετα, συμβάλλει στην αναμόχλευση των παθών με απρόβλεπτες και επικίνδυνες συνέπειες.
Με ποιον τρόπο όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Επιτυγχάνεται μόνον όταν οι ειδήσεις διατυπώνονται με ιδιαίτερη προσοχή και περίσκεψη, αποβάλλοντας τις όποιες μισαλλόδοξες σκέψεις και δημιουργώντας κλίμα συναίνεσης και φιλίας. Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η δημοσιογραφία οφείλει να αποβλέπει στην ορθή παιδαγωγία και καθοδήγηση του κοινωνικού συνόλου, να παρουσιάζεται δηλ. δηλωτική της άμβλυνσης και γεφύρωσης των διαφορών και πραγμάτωσης στέρεης φιλίας, αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης.
Η «ανθρώπινη γέφυρα» που συνδέει την Αλβανία με την Ελλάδα, δηλ. η Ελληνική Μειονότητα, να αποτελέσει τον κύριο άξονα, τον πυλώνα που θα κατευθύνει τις σχέσεις σε πολλούς τομείς: Τον πολιτιστικό, εμπορικό, πολιτικό, ακαδημαϊκό. Η παρουσία της ομογένειας στην Αλβανία αποτελεί σοβαρό στοιχείο στις σχέσεις των δύο λαών και δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.
Το γεγονός ότι στην Αλβανία, στις μειονοτικές ζώνες, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια, ζουν άτομα ελληνικής καταγωγής, αλλά αλβανοί πολίτες, σημαίνει ότι οι δεσμοί θα πρέπει και για τον λόγο αυτόν να ισχυροποιηθούν έτι περαιτέρω. Η ανοχή, και από τις δυο πλευρές, σε θέματα τριβής είναι αναγκαία, και γι’ αυτό να επικρατεί πνεύμα συνδιαλλαγής και γεφύρωσης των διαφορών.
Πέρα από φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις η Ελληνική κοινότητα να αποτελεί τον πορθμό, τον δίαυλο καλύτερα, που τεχνικά χωρίζει, αλλά στην πραγματικότητα ενώνει. Στο θέμα αυτό της ενδυνάμωσης των ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων μειονοτικών τα μέσα ενημέρωσης έχουν τον πρωταρχικό λόγο και καλό θα είναι να προσέχουν πολύ, ώστε να μην πυροδοτούν εντάσεις και άσκοπες διογκώσεις των γεγονότων, αλλά, αντίθετα να παίρνουν τον ρόλο του πυροσβέστη.
Παρακολουθούμε με λύπη αλβανόφωνες εφημερίδες, οι οποίες, σχεδόν καθημερινά, καταφέρονται με δριμύτητα εναντίον τη Ελλάδος και εφευρίσκουν τρόπους να μειώνουν τους ελληνικής καταγωγής Αλβανούς υπηκόους. Πληροφορούμαστε ότι και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα την ίδια πολιτική ακολουθούν. Δυστυχώς, οι Αλβανοί απεργάζονται τρόπους αφανισμού του ομογενειακού στοιχείου. Τους κατηγορούν ότι δεν είναι αυτόχθονες, γηγενείς, ντόπιοι, δεν κατοικούν δηλ. από αμνημονεύτων χρόνων τη γη των πατέρων τους, αλλά είναι ετερόχθονες, ξένοι, που πήγαν από την Ελλάδα προσκαλεσμένοι και εγκαταστάθηκαν εκεί για να καλλιεργούν τη γη των μπέηδων. Αυτό λέγεται παραποίηση, αλλοίωση, διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Άλλες φορές προβάλλουν το ανύπαρκτο θέμα των «Τσιάμηδων» ως αντίβαρο στο Βορειοηπειρωτικό. Δύο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους, αφού πρόκειται για θέματα τελείως διαφορετικά και ανεξάρτητα.
Δυστυχώς, δημοσιογραφικοί και εθνικιστικοί αλβανικοί κύκλοι ακολουθούν το παράδειγμα του προηγούμενου καθεστώτος που κυνηγούσε αμείλικτα το ελληνικό στοιχείο στη χώρα.
Το θέμα των σχέσεων και άλλων ανταλλαγών με τη γειτονική και συγγενική μας χώρα είναι πολύπλευρο και πολυσχιδές και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και αντιμετώπισης. Για το θέμα των σχέσεων με την Αλβανία ο σημερινός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας, ως υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος, είχε γράψει (Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων – Παρασκευή 7 Απριλίου 2000): «Το κεφάλαιο Αλβανία, εκείνο που μετράει με οικονομικά μεγέθη, δεν έχει ακόμη ανοίξει. Η πρώτη φάση, εκείνη του αλτρουϊσμού και της ανθρωπιάς, με όλα τα επικίνδυνα ή δυσάρεστα παρελκόμενα, επετεύχθη. Η δεύτερη φάση εξαρτάται από το πόσο στεριώνει η δημοκρατία και δυναμώνει η οικονομία στη γείτονα χώρα. Στο μέτρο που οι δύο παράγοντες σταθεροποιούνται, το κεφάλαιο Αλβανία θα δείχνει ολοένα και περισσότερο πόσο σημαντικό είναι για μας».
Όμως, να πούμε ότι, όσο σημαντικό είναι το «κεφάλαιο Αλβανία» για την Ελλάδα, άλλο τόσο σημαντικό είναι το «κεφάλαιο Ελλάδα» για την Αλβανία, για να μπορεί να αναπτυχθεί πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, εκπαιδευτικά κλπ.
Με σαφήνεια θέτει το θέμα των σχέσεων των δύο χωρών ο Θεσπρωτός, πρώην υπουργός, Αλέκος Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «Άπειρος χώρα». Θεωρεί ότι, παρόλες τις ιδιαιτερότητες, οι διμερείς σχέσεις είναι αντιμετωπίσιμες, αρκεί να κατανοηθούν τα δεδομένα που ισχύουν στις δύο χώρες. Είναι ανάγκη οι παρουσιαζόμενες σήμερα σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες να είναι απαλλαγμένες από ιδεολογήματα και προκαταλήψεις. Να στοχεύουν στην ανάπτυξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εμπέδωσης κλίματος συνεργασίας με την ανάπτυξη πολιτιστικών σχέσεων και ανταλλαγών, καθώς και στην προστασία και την απόδοση των μειονοτικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Να θυμίσουμε τις σοφές υποθήκες που άφησε στους ομοεθνείς του, στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Αβδούλ Σελήμ Μπέης του Δελβίνου: «Ποτέ οι Αλβανοί (έγραφε στην πολιτική του διαθήκη) να μην πολεμήσετε κατά της Ελλάδος. Σεις να μείνητε με τους Έλληνες. Οι Έλληνες έχουν καλούς νόμους και να μείνητε μ’ αυτούς. Την ευχή μου να έχητε όλοι, να μην πολεμήσητε κατά των Ελλήνων».
Το πνεύμα του κατευνασμού και της καταλλαγής πρέπει να πρυτανεύσει, ώστε να εμπεδωθεί σταθερό υπόβαθρο για το μέλλον.
Ένα άλλο θέμα άξιο ιδιαίτερης μελέτης, το οποίο άμεσα συντελεί στην ανάπτυξη αγαθών σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, είναι η αξιόπιστη δημοσιογραφία. Οι άκριτες δημοσιογραφικές κραυγές που εκπέμπουν σε καθημερινή βάση τα μέσα ενημέρωσης, ραδιοτηλεοπτικά και έντυπος τύπος, φέρνουν αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η δημοσιογραφία για να επιτελεί το έργο της οφείλει να υπηρετεί την αλήθεια και την αντικειμενικότητα, να είναι παραστατική και αξιόπιστη. Είναι το κυριότερο μέσο ενημέρωσης διαφώτισης και επηρεασμού της κοινής γνώμης, την οποία τα ποικίλα δημοσιεύματα την διαμορφώνουν ανάλογα, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά. Ο δημοσιογράφος έχει υποχρέωση να εκθέτει με τρόπο αμερόληπτο και να απέχει από σκοπιμότητες ή από εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων.
Όταν ο δημοσιογράφος ψευδολογεί ή πλαστογραφεί την αλήθεια, δεν μιλούμε για ανεξάρτητη δημοσιογραφία, αλλά για στρατευμένη και υπόδουλη σε σκοπιμότητες. Ανάλογα με το βαθμό δεκτικότητας των ειδήσεων, και αυτό εξαρτάται από το επίπεδο παιδείας των κοινωνιών και από την καλλιέργειά τους, οι κοινωνίες μεταβάλλονται σε μάζα και αποδέχονται άκριτα διαστρεβλωμένες και αλλοιωμένες πληροφορίες, με συνέπεια να δημιουργείται μαζική υστερία.
Επομένως, αναφύεται το πρόβλημα: Ποιο είναι το πρακτέο; Πώς θα μπορούσε δηλ. μέσα από τα υπαρκτά προβλήματα, να βελτιωθούν οι σχέσεις με τη γειτονική μας χώρα σε σημείο που οι σχέσεις αυτές να αποβούν εποικοδομητικές και ωφέλιμες;
Σήμερα, που καταβάλλονται έντονες προσπάθειες να εδραιωθούν και στην Αλβανία οι δημοκρατικοί θεσμοί, οι δημοσιογράφοι και εκείνοι που ασχολούνται με τα κοινά και έχουν λόγο, οφείλουν να εγκαταλείψουν τις εθνικιστικές κορώνες και να στηρίξουν τον διχασμένο άνθρωπο των ταραγμένων χρόνων να σταθεί στα πόδια του και να βοηθήσουν στην επίλυση των υπαρξιακών προβλημάτων που ταλανίζουν τους ανθρώπους. Άμεσος στόχος και από τις δυο πλευρές να είναι η συμφιλίωση των αντιφάσεων και η εξομάλυνση των διαφορών, όποιες και αν είναι. Θα πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι ανάμεσα στους δύο λαούς κρυφοκαίει ένα αίσθημα φιλίας και συγγένειας, πράγμα φυσικό, αφού το αίσθημα αυτό ενισχύεται από αιώνες συνύπαρξης και αντιλήψεων, πέρα από προκαταλήψεις και λαθεμένες εκτιμήσεις.
Το βάρος αυτό της συναδέλφωσης και της συγγενικής συμβίωσης μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών είναι ανάγκη, μακριά από σκοπιμότητες και σοβινιστικές κραυγές, να το επωμισθούν και οι Αλβανοί δημοσιογράφοι. Έχουν υποχρέωση να συνενώνουν και όχι να διαχωρίζουν, να πλησιάζουν και όχι να απομακρύνουν, να συμφιλιώνουν και όχι να διχάζουν. Το να υφαίνεται συνεχώς ο ιστός του μίσους διεγείροντας τον όχλο και να τροφοδοτούνται μίση, τίποτε καλό δεν προϊδεάζουν. Αντίθετα, συμβάλλει στην αναμόχλευση των παθών με απρόβλεπτες και επικίνδυνες συνέπειες.
Με ποιον τρόπο όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Επιτυγχάνεται μόνον όταν οι ειδήσεις διατυπώνονται με ιδιαίτερη προσοχή και περίσκεψη, αποβάλλοντας τις όποιες μισαλλόδοξες σκέψεις και δημιουργώντας κλίμα συναίνεσης και φιλίας. Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η δημοσιογραφία οφείλει να αποβλέπει στην ορθή παιδαγωγία και καθοδήγηση του κοινωνικού συνόλου, να παρουσιάζεται δηλ. δηλωτική της άμβλυνσης και γεφύρωσης των διαφορών και πραγμάτωσης στέρεης φιλίας, αλληλοσεβασμού και αλληλοκατανόησης.
Η «ανθρώπινη γέφυρα» που συνδέει την Αλβανία με την Ελλάδα, δηλ. η Ελληνική Μειονότητα, να αποτελέσει τον κύριο άξονα, τον πυλώνα που θα κατευθύνει τις σχέσεις σε πολλούς τομείς: Τον πολιτιστικό, εμπορικό, πολιτικό, ακαδημαϊκό. Η παρουσία της ομογένειας στην Αλβανία αποτελεί σοβαρό στοιχείο στις σχέσεις των δύο λαών και δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.
Το γεγονός ότι στην Αλβανία, στις μειονοτικές ζώνες, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια, ζουν άτομα ελληνικής καταγωγής, αλλά αλβανοί πολίτες, σημαίνει ότι οι δεσμοί θα πρέπει και για τον λόγο αυτόν να ισχυροποιηθούν έτι περαιτέρω. Η ανοχή, και από τις δυο πλευρές, σε θέματα τριβής είναι αναγκαία, και γι’ αυτό να επικρατεί πνεύμα συνδιαλλαγής και γεφύρωσης των διαφορών.
Πέρα από φυλετικές ή θρησκευτικές διακρίσεις η Ελληνική κοινότητα να αποτελεί τον πορθμό, τον δίαυλο καλύτερα, που τεχνικά χωρίζει, αλλά στην πραγματικότητα ενώνει. Στο θέμα αυτό της ενδυνάμωσης των ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων μειονοτικών τα μέσα ενημέρωσης έχουν τον πρωταρχικό λόγο και καλό θα είναι να προσέχουν πολύ, ώστε να μην πυροδοτούν εντάσεις και άσκοπες διογκώσεις των γεγονότων, αλλά, αντίθετα να παίρνουν τον ρόλο του πυροσβέστη.
Παρακολουθούμε με λύπη αλβανόφωνες εφημερίδες, οι οποίες, σχεδόν καθημερινά, καταφέρονται με δριμύτητα εναντίον τη Ελλάδος και εφευρίσκουν τρόπους να μειώνουν τους ελληνικής καταγωγής Αλβανούς υπηκόους. Πληροφορούμαστε ότι και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα την ίδια πολιτική ακολουθούν. Δυστυχώς, οι Αλβανοί απεργάζονται τρόπους αφανισμού του ομογενειακού στοιχείου. Τους κατηγορούν ότι δεν είναι αυτόχθονες, γηγενείς, ντόπιοι, δεν κατοικούν δηλ. από αμνημονεύτων χρόνων τη γη των πατέρων τους, αλλά είναι ετερόχθονες, ξένοι, που πήγαν από την Ελλάδα προσκαλεσμένοι και εγκαταστάθηκαν εκεί για να καλλιεργούν τη γη των μπέηδων. Αυτό λέγεται παραποίηση, αλλοίωση, διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Άλλες φορές προβάλλουν το ανύπαρκτο θέμα των «Τσιάμηδων» ως αντίβαρο στο Βορειοηπειρωτικό. Δύο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους, αφού πρόκειται για θέματα τελείως διαφορετικά και ανεξάρτητα.
Δυστυχώς, δημοσιογραφικοί και εθνικιστικοί αλβανικοί κύκλοι ακολουθούν το παράδειγμα του προηγούμενου καθεστώτος που κυνηγούσε αμείλικτα το ελληνικό στοιχείο στη χώρα.
proinoslogos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου