Ο Αύγουστος τελείωσε. Μας αποχαιρέτησε και μαζί μ’ αυτόν μας αποχαιρετούν και οι ξενητεμένοι μας, οι οποίοι ήρθαν για λίγες εφέτος ημέρες, λόγω των δύσκολων οικονομικών συνθηκών, χτύπησαν κάρτα, έδωσαν το «παρών» και ξανά γυρίζουν στις νέες εστίες τους, τις οικογενειακές, τις επαγγελματικές, τις οποίες μετά τον ξενητεμό τους δημιούργησαν.
Γεμάτοι νοσταλγία ξεκίνησαν για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, για το χωριό τους.
Με ανυπομονησία τους περίμεναν οι δικοί τους. Γονείς, υπερήλικες παππούδες και γιαγιάδες. Ν’ ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες των σπιτιών τους, να μπει μέσα η χαρά, η ζωή, τα νιάτα. Να δουν τη φαμίλια τους όλη και να νιώσουν ότι από τούτη τη ζωή δεν ήταν απλώς περαστικοί, αλλά δημιουργικοί.
Αφήνουν πίσω τους απογόνους για τη συνέχιση της ζωής. Πόσο θέλουν αυτές οι μέρες να ρθουν και να μην τελειώσουν. Να χορτάσουν τη χαρά που για λίγο απολαμβάνουν. Κάθε όμως ωραίο γρήγορα περνάει. Η όμορφη εικόνα που παρουσίασαν τα χωριά μας με τον ερχομό των ξενητεμένων μας, με την παρουσία τους έμεινε και πάλι ανάμνηση. Η ζωντάνια προσωρινή, για λίγες μέρες. Τα παιδούρια που έδωσαν τη χαρά γυρίζουν στη βάση τους, να ξαναμπούν κι αυτά στον αγώνα του σχολείου, στην προετοιμασία για τη μελλοντική τους βιοπάλη.
Οι μόνιμοι κάτοικοι, οι ηλικιωμένοι, οι πιστοί αυτοί θεματοφύλακες βιώνουν πάλι την ηρεμία τους, τη μόνιμη παρέα τους κουβεντιάζοντας και σχολιάζοντας τα επίκαιρα γεγονότα που συνέβησαν αυτό το διάστημα.
Ήταν κι αυτές οι λίγες μέρες μια αλλαγή στην καθημερινότητά τους, στη ρουτίνα τους.
Είδαν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους, τα χάρηκαν, ξεδίψασαν, ξανάνιωσε η ψυχή τους, είδαν τα δημιουργήματά τους, χάρηκαν και πείσθηκαν ότι τα παιδιά τους δεν τους ξεχνούν. Με την πρώτη ευκαιρία τους επισκέπτονται, έρχονται στο χωριό τους, έρχονται νοσταλγοί του πατρικού σπιτιού τους, γυρίζουν στις ρίζες τους έστω και για λίγο, όσο οι υποχρεώσεις το επιτρέπουν.
Τα χωριά αυτές τις μέρες αλλιώτικα. Οι πόρτες ολάνοιχτες, ιδίως τα βράδια, όταν το σκοτάδι άπλωνε, τα σπίτια ολοφώτιστα. Όλα τα φώτα αναμμένα μέσα κι έξω, στα μπαλκόνια, στις αυλές, στην πλατεία, στους δρόμους. Κίνηση, χαρά, ζωντάνια.
Εκείνοι, που τα σπίτια τους είναι μανταλωμένα και διπλαμπαρωμένα, ανασκουμπώθηκαν, σήκωσαν τα μανίκια κι έπιασαν δουλειά.
Κάτι να καθαρίσουν, κάτι να διορθώσουν, κάτι να κάνουν για τη συντήρηση του πατρικού, που θέλουν να το βλέπουν όρθιο, γιατί το πονάνε. Σ’ αυτό γεννήθηκαν, σ’ αυτό έχουν τα πρώτα βιώματά τους. Στην αυλή του πρωτοέπαιξαν, μάτωσαν τα γόνατά τους. Στο παραγώνι του ζεστάθηκαν τις παγερές και ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα, ακούγοντας τις παροιμίες, τα αινίγματα και τα παραμύθια του παππού και της γιαγιάς, τους οποίους δεν παρέλειψαν να επισκεφθούν στο κοιμητήρι όπου αναπαύονται και να ανάψουν κερί στη μνήμη τους.
Τα συναισθήματα ανάκατα. Χαρά, συγκίνηση, νοσταλγία. Περνούν όμως οι μέρες γρήγορα κι η ώρα της αναχώρησης έρχεται. Δάκρυα χαράς με τον ερχομό. Δάκρυα λύπης με την αναχώρηση.
Η ευχή που λέγεται, λέγεται με πόνο. «Στο καλό και να ματάρθετε». Και βέβαια θα ξανάρθουν αφού είδαν, ότι αυτός ο σύντομος ερχομός, τους αναζωογόνησε, τους επανέφερε στη μνήμη θύμισες που κόντευαν να ξεχαστούν.
Αντάμωσαν συγγενείς και φίλους από τα παλιά που είχαν χρόνια να δουν, αντάλλαξαν εγκάρδιες χειραψίες, έδωσαν από καρδιάς ασπασμούς.
Μέσα στην ερήμωση που περνάει η περιοχή μας ας φροντίζουμε όλοι να επισκεπτόμαστε πιο συχνά τα χωριά μας. Είναι αδικία να εγκαταλειφθούν αυτά τα σπίτια τα λιθόχτιστα που όλοι τα θαυμάζουν και τα οποία ας αναλογισθούμε με τι θυσίες έγιναν. Χωρίς σύγχρονα μεταφορικά μέσα μεταφέρθηκαν αυτοί οι ογκόλιθοι και με το σφυρί και το «τσοκάνι» πελεκήθηκαν τα αγκωνάρια που κρατούν τις βαριές ξύλινες εξώπορτες.
Δύσκολη η σημερινή εποχή. Ασύγκριτη όμως με την τότε. Ροζιασμένα χέρια από σφυρί, δρεπάνι, τσεκούρι, τσαπί κι αλέτρι δεν βλέπουμε πια. Αυτά τα ροζιασμένα χέρια να αναλογιζόμαστε και ας φροντίζουμε τα αγκωνάρια να μην φύγουν από τη θέση τους, γιατί σφυριλατήθηκαν και τοποθετήθηκαν με πολύ κόπο και πολύ ιδρώτα.
Φεύγοντας ο καθένας απ’ το χωριό του, απ’ το πατρικό του σπίτι, ας μην αφήσει τη λησμονιά να κυριεύσει την ψυχή του και το νου του. Οι ρίζες είναι ρίζες και πρέπει να μένουν βαθιά ριζωμένες.
Ο συχνός ερχομός τις ποτίζει, τις λιπαίνει, τις ζωογονεί.
Καλό ταξίδι ξενητεμένοι μας και καλό και γρήγορο αντάμωμα και πάλι στο μεσοχώρι μας.
πρωινός λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου