Στις 18 Ιουλίου η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει την μνήμη του αγίου μάρτυρος Αιμιλιανού που μαρτύρησε στον διωγμό του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου(361-363).
Από Μαρτυρολόγια πού διατηρούνται στην Λατινική καί Ελληνική γλώσσα, μαθαίνουμε ότι ήταν στρατιώτης καί ότι προερχόταν από ευσεβή οικογένεια. Ό πατέρας του ώνομαζόταν Σαββατιανός καί έξεπλήρωνε την υπηρεσία του με τέλειο τρόπο.
Εκείνο τον καιρό ήλθε στο Δορύστολο ό έπαρχος Καπιτωλΐνος, «άνθρωπος απατεώνας καί σκοτεινός στον νου, πού ακόμη επιθυμούσε να χύση αίμα με μεγάλο ζήλο για τα είδωλα», για να βλέπη κατά πόσον είναι ζηλωτές ενώπιον των θεών οι κάτοικοι αυτής της πόλεως. Αφού προσέφερε θυσία σ' όλους τούς-θεούς καί διεπίστωσε ότι ό λαός του Δορυστόλου προσκυνεί τους θεούς καί τους προσφέρει θυσίες με μεγάλες τιμές, γέμισε από χαρά καί διέταξε να προσκληθούν για συμπόσιο όλοι οι υπάλληλοι του.
Ενώ αυτοί διεσκέδαζαν μαζί με τον Καπιτωλΐνο, ό μακάριος Αιμιλιανός, βλέποντας τον καιρό κατάλληλο για ν' απόκτηση το στεφάνι της άνω ζωής, επειδή πίστευε ότι ό Χριστιανός, όχι μόνο μπροστά στον Θεό καί στους αγγέλους Του, αλλά καί μπροστά στους ανθρώπους πρέπει να δείχνη την ιδιότητα του αυτή, ντύθηκε όπως πάντοτε, ως γενναίος στρατιώτης του Χρίστου με τον θώρακα της πίστεως, τον Τίμιο Σταυρό, καί εισήλθε στον ναό των ειδώλων. Κρατώντας στα χέρια του ένα σκεπάρνι, γκρέμισε όλα τα είδωλα καί τους βωμούς τα όποια εύρίσκοντο έκεΐ. "Εσπασε τα κηροπήγια καί έχυσε τίς σπονδές κάτω στο έδαφος. Κατόπιν άνεχώρησε χωρίς να γίνη αντιληπτός από κανέναν.
Άκούοντας ό Καπιτωλΐνος αυτά, ταράχθηκε πολύ καί ώργισμένος είπε προς αυτούς πού του έφεραν το μήνυμα «Γρήγορα, πηγαίνετε να αναζητήσετε καί να εΰρετε τον ένοχο, τον όποιο να μου φέρετε εδώ για να τον θανατώσω οποιοσδήποτε καί να είναι αυτός».
Εξερχόμενοι οι υπηρέτες του συνήντησαν κάποιο χωρικό, πού ερχόταν από το βουνό. Τον συνέλαβαν, τον έκτύπησαν καί τον ώδήγησαν στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Βλέποντας ό μακάριος Αιμιλιανός αυτά, είπε στον εαυτό του: «Εάν θα κρύψω το γεγονός αυτό καί δεν θ' αποκαλυφθώ, ή σωτηρία μου θα χαθή, επειδή μ' έπλησίασε Αυτός πού με κάλεσε δια του θανάτου μου στην αθάνατηΒασιλεία Του καί δεν Τον άκουσα». Καί σκεπτόμενος αυτά μπήκε στο μέσον. Εμποδίζοντας τους υπηρέτες να κτυπούν τον αθώο χωρικό, τους είπε: «Αφήστε τον αυτόν, σας παρακαλώ, αφήστε τον, διότι δεν έσφαλε σε τίποτε, αλλά εγώ θα σας πω τί έκανα»
Άφοϋ συνέλαβαν αυτόν οι στρατιώτες Βαλεριανός καί Μαξέντιος, τον έφεραν με όνειδισμούς στο παλάτι του Καπιτωλίνου. Αυτός στεκόταν τότε στον θρόνο του καί τους ερώτησε: «Για ποιο έργο είναι ένοχος αυτός ό άνθρωπος»; Αφού του είπαν ότι αυτός είναι πού γκρέμισε τα είδωλα καί βεβήλωσε τίς θυσίες πού είχαν τοποθετηθή επάνω στους βωμούς, ό Καπιτωλΐνος ώργίσθηκε καί ρώτησε τον Μάρτυρα:
- Πώς ονομάζεσαι;
-Ό γενναίος αθλητής του Χριστού απήντησε" εάν με ρωτάς για το συνηθισμένο μου όνομα, ονομάζομαι Αιμιλιανός" εάν όμως ζητείς το τέλειο όνομα μου, πίστευσέ με ότι ονομάζομαι Χριστιανός.
- Ό Καπιτωλΐνος τον έρωτα καί πάλι. Λέγε μου, δυστυχισμένε άνθρωπε, ποιος σε πλάνησε για να πας με τέτοιο τρόπο καί να όνειδίσης τους αθανάτους θεούς;
- Ό "Αγιος του είπε: Ό Θεός καί ή ψυχή μου με διέταξαν να πατήσω με τα πόδια μου αυτούς τους άψυχους θεούς σας για να φανή σ' όλους ότι είναι πέτρες χωρίς ψυχή, μουγγοί καί κωφοί. Να γνωρίζης λοιπόν, ότι δεν τους έπρόσβαλα ό Θεός δημιούργησε τα πάντα, ενώ οι θεοί σου, πού δεν έχουν κάνει τίποτε, πρέπει να χαθούν.
-Ό Αγιος του άπαντα προσβλητικά με τα λόγια της Γραφής: «"Ομοιοι αύτοίς γένοιντο καί πάντες οί πεποιθότες έπ' αύτοΐς» (Ψαλμ. 113, 16).
- Τότε ώργισμένος ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους δούλους του τα εξής: «Να τον ξεγυμνώσετε καί να τον ξαπλώσετε στην γη για να μάθη να όμιλή έτσι στον αντιπρόσωπο του βασιλέως». Άφοϋ τον εξάπλωσαν, ό Καπιτωλΐνος συνεχίζει να τον έρωτα:
- Πες μου, λοιπόν, ποιος σε έπλάνησε για να φερθής τόσο παράνομα στους θεούς μας;
-Ό "Αγιος του είπε με πολλή παρρησία.Σου είπα καί πάλι τώρα σου λέγω ότι ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να εξαφανίσω τίς ακάθαρτες θυσίες σου.
-Τότε ό Καπιτωλΐνος διέταξε τους υπηρέτες του: «Συλλάβετέ τον καί κτυπήστε τον δυνατά, για να μάθη ότι ή άνομη πίστις του δεν μπορεί να τον βοηθήση καί ελευθέρωση από τα χέρια μου». "Οταν τον κτυπούσαν άγρια, ό έπαρχος επανέλαβε. «Λέγε, δυστυχισμένε, ποιος σε έπλάνησε να τα κάνης αυτά;» Ό ατρόμητος Αιμιλιανός ώμολόγησε για άλλη μία φορά: «Σού είπα ότι κανείς άλλος εκτός μόνο ό Θεός καί ή ψυχή μου με προέτρεψαν να κατακερματίσω τους ακάθαρτους θεούς σου καί να ρίξω στην γη τίς μυσαρές θυσίες σας».
Ό Καπιτωλΐνος τότε απεφάσισε τα εξής πεισματικά" «Βλέπετε με πόση υπερηφάνεια μας ομιλεί! Τώρα γυρίστε τον από την άλλη πλευρά καί κτυπήστε τον στο στήθος, για να μάθουν όλοι αυτοί πού δεν υποτάσσονται στους νόμους του βασιλέως, ότι θα παιδεύωνται παρόμοια».
Λοιπόν, αφού τον κτύπησαν αρκετή ώρα με βούνευρα καί με μεγάλη σκληρότητα, ό έπαρχος τους είπε: «Αφήστε τον τώρα». Εκείνοι έπαυσαν να τον κτυπούν. Απευθύνεται ξανά στον Μάρτυρα καί τον έρωτα: «Δούλος είσαι ή ελεύθερος;» Ό "Αγιος του απήντησε: «Είμαι δοϋλος του Ίησοΰ Χρίστου καί γυιός του Σαββατιανού, νομάρχου αυτής της πόλεως».
Τότε ό Καπιτωλΐνος έδειξε πραότητα, αλλά με δολιότητα του είπε: «Ώ Αιμιλιανέ, τίποτε δεν υπάρχει άπ' αυτά πού πιστεύεις ότι θα κληρονομήσης. Δεν υπάρχει εδώ Εκείνος στον Όποιον πιστεύει ότι είναι ή σωτηρία των ανθρώπων καί, σύμφωνα με τους νόμους μας, είσαι ένοχος διότι καθύβρισες καί κατέστρεψες τους μεγάλους θεούς. Σέ τί θα σε ώφελήση το μεγάλο ανάστημα του σώματος σου; Βέβαια, κατεφρόνησες τα βάσανα για να φανής σ' όλους άξιώτερος, αλλά, για να μη σκεφθούν καί άλλοι τα ίδια πράγματα καί πλανηθούν, έχοντας εσένα ως παράδειγμα, τώρα μόνος εσύ θα ριφθής μέσα στίς φλόγες ενός φούρνου. Ενώ ό πατέρας σου θα πλήρωση στην εξουσία μία ποσότητα χρυσού, διότι δενενδιαφέρθηκε να σε σώση».
ΟΙ υπηρέτες έπιασαν τότε τον μακάριο αθλητή του Χρίστου καί τον ώδήγησαν έξω από την πόλι, κοντά στίς όχθες του ποταμού Δούναβη. Έκεΐ είχε έτοιμασθή φωτιά, οπού καί θα έπαιρνε το στεφάνι της δόξης για την γενναιότητα του. Ό θαρραλέος Μάρτυς είπε στους υπηρέτες, όταν έφθασαν: «Αφήστε με λίγο να προσευχηθώ στον Θεό μου». Άφοϋ προσευχήθηκε, αυτοί τον έριξαν στην φωτιά νομίζοντας ότι θα γίνη αμέσως στάχτη. Άλλα ή φωτιά γνωρίζοντας την αγνότητα του Μάρτυρος, δεν τον έκαυσε, αλλά τον έφύλαξε ακέραιο καί ανέπαφο, ενώ αντιθέτως, τους υπηρέτες του Καπιτωλίνου πού έστέκοντο έκεΐ κοντά, τους άρπαξε ή φωτιά καί τους έκαυσε όλους. Βλέποντας ό δοξασμένος από τον Θεό Μάρτυς ότή φωτιά δεν τον ήγγισε, ευχαρίστησε τον Θεό καί στρεφόμενος προς ανατολάς, έκαμε το σημείο του Σταυρού καί υψώνοντας την ματιά του προς τον ουρανό είπε τα έξης: «Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, δέξαι την ψυχή μου». Καί λέγοντας αυτή την προσευχή, έκοιμήθη εν ειρήνη.
;Η γυναίκα του έπαρχου Καπιτωλίνου, ή οποία ήταν κρυπτοχριστιανή, παρακινούμενη από πολλούς Χριστιανούς συμπολίτες της, έζήτησε το σώμα του Μάρτυρος, το όποιον, όπως είπαμε, δεν εϊχε πειράξει ή φωτιά καθόλου. Το πήραν οί Χριστιανοί καί, άψοϋ το άλειψαν με διάφορα μυρωδικά, το έθαψαν, όπως πρέπει σε αγίους Μάρτυρες με ψαλμούς καί ύμνους σ' ένα τόπο πού λέγεται Γκεντίνα, πού απέχει από το Δορύστολο τρία στάδια.
Ό άγιος Αιμιλιανός μαρτύρησε στίς 18 Ιουλίου του 362, περίπου τρεις ημέρες μετά την σύλληψη του. Αυτή ή χρονολογία πού αναφέρεται σε μερικά κείμενα εκείνου του καιρού, παρέμεινε καί ή εορταστική ήμερα της μνήμης του Μάρτυρος στα συναξάρια της Όρθοδόξου Εκκλησίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου